- ισήγορος
- ἰσήγορος, -ον (Α)αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω τής συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσήγορος — enjoying equal right of speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήγορον — ἰσήγορος enjoying equal right of speech masc/fem acc sg ἰσήγορος enjoying equal right of speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήγοροι — ἰσήγορος enjoying equal right of speech masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισηγορία — η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) [ισήγορος] το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση τού λόγου, ελευθερία τού λόγου αρχ. 1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.) 2. ισονομία, ισότητα… … Dictionary of Greek
ισηγορώ — ἰσηγορῶ, έω (Α) [ισήγορος] μιλώ με την ίδια παρρησία και ελευθερία λόγου, μιλώ ως ίσος προς ίσον … Dictionary of Greek